- ἀρκτικῶν
- ἀρκτικόςnear the Bearfem gen plἀρκτικόςnear the Bearmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… … Dictionary of Greek
οιδημαγενής — ο, και οιδημαγένη ή οιδημάγενα, η εντομολ. γένος ορθόρραφων δίπτερων εντόμων τής οικογένειας oestridae, που είναι μύγες τών αρκτικών περιοχών τών οποίων η προνύμφη ζει κάτω από το δέρμα τών ταράνδων και εγκυστώνεται στους σχηματιζόμενους όγκους … Dictionary of Greek
παγόβουνο — Συμπαγής όγκος πάγου ο οποίος αποσπάστηκε από τα μέτωπα των πολικών παγετώνων και επιπλέει στη θάλασσα, μεταφερόμενος στην τύχη από τους ανέμους και τα ρεύματα. Η μάζα των πάγων που αναδύεται από την επιφάνεια του νερού είναι μόνο ένα μικρό τμήμα … Dictionary of Greek
παρνασ(σ)ία — η βοτ. γένος ποώδους πολυετούς αγγειόσπερμου δικότυλου φυτού τής οικογένειας σαξιφραγίδες που περιλαμβάνει 15 περίπου είδη ιθαγενή τών εύκρατων και αρκτικών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία μερικά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για… … Dictionary of Greek
πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν … Dictionary of Greek
σαργάνη — και ταργάνη, ἡ, Α 1. πλέγμα, δεσμός 2. καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα άνη (πρβλ. ορκ άνη, πλεκτ άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών σ και τ , η οποία, κατά μία άποψη,… … Dictionary of Greek